ανεμομαχία

ανεμομαχία
η (Α ἀνεμομαχία)
νεοελλ.
1. η πάλη του πλοίου με δυσμενή άνεμο
2. η μάχη με φανταστικό αντίπαλο
αρχ.
η σύγκρουση αντίθετων ανέμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνεμομαχία — ἀνεμομαχίᾱ , ἀνεμομαχία meeting of contrary winds fem nom/voc/acc dual ἀνεμομαχίᾱ , ἀνεμομαχία meeting of contrary winds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεμομαχίαν — ἀνεμομαχίᾱν , ἀνεμομαχία meeting of contrary winds fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλανεμία — ἀλληλανεμία, η (Μ) ανεμομαχία, εναλλαγή τών ανέμων, συνεχής μεταβολή τών ανέμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * + ἀνεμία < ἄνεμος] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”